- απόνετος
- -η, -ο1. αυτός που δεν προκαλεί πόνο2. άπονος, άσπλαχνος, σκληρόκαρδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απόνετος — η, ο 1. ανώδυνος: Η αρρώστια του ήταν απόνετη, γι αυτό και δεν κοιταζόταν. 2. σκληρός, άπονος: Πρώτη φορά είδα τέτοιαν απόνετη μάνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άπονος — η, ο επίρρ. α 1. ανώδυνος, απόνετος (βλ. λ.). 2. άσπλαχνος, σκληρός: Τέτοιον άπονο πατέρα δεν ξανασυνάντησα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλύπητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δοκίμασε λύπες: Πέρασε μια ζωή αλύπητη. 2. αυτός για τον οποίο δε λυπάται κανείς: Ξοδεύει τα λεφτά του αλύπητα. 3. ο απόνετος, ο άσπλαχνος: Του δωσαν ξύλο αλύπητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)